ἀμφιβάσκω

ἀμφιβάσκω
ἀμφιβάσκω,
A = ἀμφιβαίνω, Sapph.Supp.10.7. [full] ἀμφιβατεῖν· ἀμφισβητεῖν, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμφιβάσκω — ἀμφιβάσκω (Α) αιολικός τύπος αντί αμφιβαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βάσκω. Συγγενής τ. τού ρ. βαίνω, που απαντά μόνο σε προστακτική] …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”